- fremontite
- фремонтит
Англо-русский технический словарь.
Англо-русский технический словарь.
φρεμοντίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού νατρίου, τού λιθίου και τού αργιλίου, αλλ. νατρομοντεμπρασίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fremontite] … Dictionary of Greek